χρυσάργυρος

χρυσάργυρος
χρυσάργυρος
alloy of gold and silver
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσάργυρος — η, ο / χρυσάργυρος, ον, ΝΜΑ, αρσ. και χρυσοάργυρος Μ διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο μσν. (το αρσ. στον τ. χρυσοάργυρος) (με περιλπτ. σημ.) χρυσά και αργυρά σκεύη μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσάργυρον α) επιχρυσωμένος άργυρος β) (στο Βυζ.)… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαργύρου — χρυσάργυρος alloy of gold and silver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαργύρῳ — χρυσάργυρος alloy of gold and silver masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσάργυρον — χρυσάργυρος alloy of gold and silver masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάργυρον — τὸ, ΜΑ βλ. χρυσάργυρος …   Dictionary of Greek

  • χρυσαργύριον — τὸ, ΜΑ [χρυσάργυρος] χρυσό νόμισμα …   Dictionary of Greek

  • χρυσοάργυρος — ὁ, Μ βλ. χρυσάργυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”